- ραδιοανθεκτικότητα
- η, Νβιολ. αυξημένη αντοχή ή μειωμένη ευαισθησία ενός ζωντανού συστήματος, όπως λ.χ. βιομορίου, κυτταρικού οργανιδίου, κυττάρων, ιστού οργανισμού ή πληθυσμού, στις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, σε αντιδιαστολή προς τη ραδιοευαισθησία, αλλ. ραδιοαντοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. radioresistance (< λατ. radius «ακτίνα» + resistance «αντίσταση, αντοχή»)].
Dictionary of Greek. 2013.